συνδετήρας — ο 1. μέσο με το οποίο γίνεται σύνδεση. 2. ειδική συσκευή για τη σύνδεση κυρίως εγγράφων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
πετάλιο — το / πετάλιον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πετήλιον Α [πέταλον] μικρό πέταλο, οτιδήποτε έχει σχήμα μικρού πετάλου νεοελλ. 1. κάθε μικρό μεταλλικό έλασμα 2. μικρός δίσκος από στιλπνό μέταλλο που χρησιμοποιείται για διακόσμηση γυναικείων ενδυμάτων, κν.… … Dictionary of Greek
συνδέτης — ο, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που συνδέει ή ο κατάλληλος για σύνδεση, συνδετήρας ή συνδετικός («τὸν συνδέτην... τῶν ξύλων ἢ φακέλων», Νικ. Χων.) 2. ναυτ. μεταλλική ράβδος που συνδέει και στηρίζει τοιχώματα, αλλ. συνδετική ράβδος αρχ. συνδέσμιος,… … Dictionary of Greek
περόνη — η 1. συνδετήρας, καρφίτσα. 2. το πίσω κόκαλο της κνήμης. 3. πιρούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)